τσακίζω

τσακίζω
τσακίζω και τσακάω τσάκισα, τσακίστηκα, τσακισμένος
1. μτβ., συντρίβω, σπάζω: Τσάκισε τα ξύλα.
2. συμπτύσσω, διπλώνω: Τσακίζω το χαρτί στα τέσσερα.
3. μτφ., εξασθενώ, εξαντλώ, καταβάλλω: Τον τσάκισαν οι στενοχώριες.
4. αμτβ., εξαντλούμαι καταβάλλομαι: Τσάκισε απ' τις αρρώστιες.
5. το μέσ., τσακίζομαι προθυμοποιούμαι, γίνομαι θυσία: Τσακίζεται να μας περιποιηθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσακίζω — τσακίζω, τσάκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… …   Dictionary of Greek

  • θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… …   Dictionary of Greek

  • θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… …   Dictionary of Greek

  • κατατσακίζω — (Μ κατατσακίζω) (επιτ. τ. τού τσακίζω) 1. τσακίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω 2. μτφ. κατακουράζω, καταπονώ, καταβασανίζω («τόν κατατσάκισε η δουλειά») 3. κατανικώ, κατατροπώνω μσν. 1. αθετώ,… …   Dictionary of Greek

  • τσάκισμα — το, Ν [τσακίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσακίζω 2. πτυχή, δίπλα, τσάκιση («τό τσάκισμα τού παντελονιού») 3. καταπόνηση, κατάπτωση 4. (για ψύχος ή άνεμο) μετριασμός ή κατάπαυση 5. επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, αλλ. γύρισμα 6 …   Dictionary of Greek

  • αποθραύω — ἀποθραύω (Α) 1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει) 2. ( ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι 3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» χάνω την υπόληψη μου …   Dictionary of Greek

  • αποκαυλίζω — ἀποκαυλίζω (Α) [καυλός] 1. αποκόπτω τον βλαστό, το στέλεχος φυτού 2. κόβω κάτι που προεξέχει 3. τσακίζω, θρυμματίζω …   Dictionary of Greek

  • αποκείρω — ἀποκείρω (AM) [κείρω] 1. κουρεύω 2. εκκλ. κουρεύω δόκιμο μοναχό κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος αρχ. 1. κόβω τελείως, κατακόπτω 2. καταστρέφω, τσακίζω …   Dictionary of Greek

  • αποκλάω — (I) ἀποκλάω αττ. (Α) βλ. αποκλαίω. (II) ἀποκλάω (Α) σπάω, τσακίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”